πολύπλεκτος

πολύπλεκτος
ο / πολύπλεκτος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κεφαλόποδο που έχει εκλείψει
αρχ.
ο πολύ πλεγμένος («πολύπλεκτοι σειραί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. σύμ-πλεκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύπλεκτον — πολύπλεκτος masc/fem acc sg πολύπλεκτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέκτοιο — πολύπλεκτος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέκτοισι — πολύπλεκτος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέκτου — πολύπλεκτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέκτων — πολύπλεκτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέκτῳ — πολύπλεκτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”